αιγελάτης

αιγελάτης
αἰγελάτης, ο (Α)
γιδοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + -ελάτης < ἐλαύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αἰγελάτης — goatherd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγελάτην — αἰγελάτης goatherd masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”